- περικλινής
- περικλινήςsloping on all sidesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικλινής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. το περικλινές (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου που ανήκει στη σειρά τών πλαγιοκλάστων και αποτελεί λευκή ποικιλία τού αλβίτη, με υαλώδη ή μαργαριτώδη λάμψη 2. φρ. α) «περικλινής διαίρεση» βοτ. διαίρεση… … Dictionary of Greek
περικλινῆ — περικλινής sloping on all sides neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περικλινής sloping on all sides masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περικλινής sloping on all sides masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλινές — περικλινής sloping on all sides masc/fem voc sg περικλινής sloping on all sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλινέσι — περικλινής sloping on all sides masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκλινος — ον, Α πιθ. περικλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περικλινής] … Dictionary of Greek
περικλινεῖς — περικλῐνεῖς , περικλίνω decline aor subj pass 2nd sg (epic) περικλῐνεῖς , περικλίνω decline fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) περικλινής sloping on all sides masc/fem acc pl περικλινής sloping on all sides masc/fem nom/voc pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
περικλινῶν — περικλῐνῶν , περικλίνω decline fut part act masc nom sg (attic epic doric) περικλινής sloping on all sides masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)